- νηπελέω
- νη-πελέω,A to be powerless, Hp. ap. Gal.19.124: hence restored in Id.Mul.2.113; cf. κακηπελέων, εὐηπελής.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηπελέω — (Α) είμαι αδύνατος, αδυνατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + *ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων*] … Dictionary of Greek
νηπελεῖ — νηπελέω to be powerless pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) νηπελέω to be powerless pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπέλει — νηπελέω to be powerless pres imperat act 2nd sg (attic epic) νηπελέω to be powerless imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek
ολιγηπελής — ὀλιγηπελής, ές (Α) αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το επίθ. ὀλίγος και β συνθετικό ένα αμάρτυρο ουδ. ουσ. *ἄπελος. Το η τού τ. ὀλιγηπελέων οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. *ἄπελος θα μπορούσε … Dictionary of Greek